ἐλαφίου

ἐλαφίου
ἐλάφιον
neut gen sg
ἐλάφιος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἐλαφίου — Ἐλάφιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • αζιλαίος ή αζίλιος — Προϊστορικός πολιτισμός της ενδιάμεσης περιόδου (μεσολιθικής εποχής), μεταξύ παλαιολιθικής και νεολιθικής εποχής, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την παρουσία ιδιόμορφων επίπεδων εργαλείων από κέρατο ελαφιού και ζωγραφισμένων χαρακτηριστικά με ώχρα… …   Dictionary of Greek

  • έλαφος — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 149 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται μεταξύ Τομάρου και των βουνών του Σουλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δερβιζιάνων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… …   Dictionary of Greek

  • γνώσις — (4ος αι. π.Χ.).Τεχνίτης ψηφιδωτών. Η υπογραφή του αρχαιότερου γνωστού ψηφοθέτη (ΓΝΩΣΙΣ ΕΠΟΗΣΕΝ) υπάρχει σε ένα ψηφιδωτό που ανακαλύφθηκε το 1962 στην Πέλλα, που εικονίζει κυνήγι ελαφιού και χρονικά τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ.… …   Dictionary of Greek

  • νεβρίδα — η (Α νεβρίς, ῑδος και ίδος) το δέρμα τού νεβρού, τού νεογνού τού ελαφιού («νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος», Πλούτ.) νεοελλ. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ψαριών τής οικογένειας τών συαινιδών αρχ. το δέρμα τού νεαρού ελαφιού, ιδίως ως… …   Dictionary of Greek

  • νεβρός — ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ) το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.) 2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”